συνοδοιπόροι

συνοδοιπόροι
συνοδοιπόρος
masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ξυνοδοιπόροι — συνοδοιπόροι , συνοδοιπόρος masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύνειμι — (I) και αττ. τ. ξύνειμι Α [εἰμί] 1. είμαι ή βρίσκομαι μαζί με κάποιον ή με κάτι 2. έχω σχέσεις, συναναστρέφομαι με κάποιον («τὸν νεανίσκον συνὼν διέφθορεν», Εύπ.) 3. συζώ με κάποιον («τοῑς φονεῡσι τοῡ πατρὸς ξύνειμι», Σοφ.) 4. συνουσιάζομαι 5.… …   Dictionary of Greek

  • συνοδοιπόρος — ο 1. συνταξιδιώτης, σύντροφος σε κάποιο ταξίδι. 2. αυτός που συμβαδίζει ιδεολογικά με κάποιον άλλο: Οι κεντρώοι κατηγορήθηκαν ως συνοδοιπόροι των κομουνιστών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”